- προανίστημι
- Α [ἀνίστημι]1. ανεγείρω κάτι προηγουμένως («δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων», Ιώσ.)2. μέσ. προανίσταμαια) παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου («ὅσα κήπων προανεστήσαντο καὶ δένδρων οἱ οἰκήτορες», Ιώσ.)β) ξεκινώ σε αγώνα δρόμου πριν από τους άλλουςγ) σηκώνομαι από το τραπέζι πρώτοςδ) σηκώνομαι πριν από τη χαραυγή.
Dictionary of Greek. 2013.